- ιατρόσημο(ν)
- το гербовая марка (приклеиваемая к медицинским документам)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ιατρόσημο — το ένσημο που επικολλάται σε ιατρικές συνταγές και εκθέσεις καθώς και σε πιστοποιητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιατρός + σημο (< σήμα), πρβλ. έν σημο, χαρτό σημο] … Dictionary of Greek
ιατρόσημο — το ειδικό χαρτόσημο στις συνταγές και στα ιατρικά πιστοποιητικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιατρός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ήρωας της αρχαίας Αθήνας ο οποίος είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Επονομαζόταν ο εν άστει για να διακρίνεται από τον εν Μαραθώνι, που λατρευόταν στην Ελευσίνα και ήταν γνωστός και με το όνομα Αριστόμαχος. Το ιερό του Ι.… … Dictionary of Greek